Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Πάρνηθα. Άγιος Γεώργιος, Σπήλαιο Πανός

Πάντα ονειρευόμαστε μακρινά ταξίδια και απάτητα βουνά. Δεν έχουμε όμως το χρόνο ή ελέω κρίσης και το "μαλλί" να πάμε.
Η Πάρνηθα όμως είναι δίπλα μας αν και τραυματισμένη με τα βαριά εγκαύματα της, έτοιμη να μας δεχθεί φιλόξενα στην όση της έμεινε πράσινη αγκαλιά της.
Ο Γιώργος Σπυράκης, και ο Γιάννης Αποστόλου του ΕΟΣ Αχαρνών, έβαλαν τη φιτιλιά στο facebook και μαζευτήκαμε 42 ενήλικες, 2 παιδιά και μια σκύλα (η Ζωζώ μου).
Πήραμε το μονοπάτι δυτικά του δρόμου που ανεβαίνει στην Πάρνηθα για Άγιο Γεώργιο και μπήκαμε σε ένα πράσινο τούνελ που  αφού περάσει μια ρεματιά ανεβαίνει την πλαγιά μεσα από πυκνό δάσος πεύκων, με διάσπαρτες κουμαριές και κέδρους.
Φτάσαμε στον δασικό δρόμο, ανασυνταχθήκαμε, οι λιγούρηδες τσιμπίσαμε κατι τις μη μας πέσουν τα "ζάχαρα" και πήραμε τις πρώτες φωτογραφίες. Εκτός από τις παλιές καραβάνες είχαμε και αρκετούς αρχάριους, γι αυτό είχαμε έναν αργό ρυθμό περιπάτου.
Ξαναμπήκαμε σε ένα δάσος πανύψηλων πεύκων που την διέκοψε ξαφνικά η ζώνη του καμμένου.
Το συνηθισμένο σκηνικό των γκρίζων δένδρων φαντασμάτων.
Στο εκκλησάκι του Αη Γιώργη κάναμε ένα μεγάλο διάλειμμα πιάσαμε νερό από την βρύση και συνεχίσαμε το μονοπάτι μέχρι τον αυχένα του βουνού απ' όπου κατηφορίσαμε την πλαγιά πάνω από το φαράγγι.
Στα 50 μέτρα πάνω από την κοίτη δεν υπήρχε μονοπάτι και έπρεπε να καταρριχηθούμε ως το στόμιο της σπηλιάς του Πανός. Μερικοί δεν το επιχείρησαν και έμειναν εκεί.
Η είσοδος του είχε 5-6 μέτρα ύψος και μια μικρή λιμνούλα βρισκόταν αμέσως μετά. Κάποιοι είχαν βάλει πέτρες μέσα στο νερό για πατήματα, έτσι περνούσες άνετα στην πρώτη μεγάλη αίθουσα που στο βάθος κατέληγε σε ένα είδους πατάρι. Πολλοί είχαμε φακούς κεφαλής, αλλά δεν πήγαμε πιο βαθιά, γιατί πρέπει να περάσεις από μια μικρή λασπωμένη τρύπα για να μπείς.
Μετά απο ένα καλό γλίστρημα βγήκα στο φως της ημέρας.
Κάναμε  μια βόλτα ως το ποτάμι όπου το νερό βούιζε και μέσα από αφρισμένους καταρράκτες έβρισκε το δρόμο του μέσα σε ένα πανέμορφο φαράγγι με πανύψηλους τοίχους.
Αναρριχηθήκαμε πάλι τον βράχο που είχε συρματόσχοινα μόνιμα πακτωμένα και από εκεί πήραμε τον δρόμο της επιστροφής από τα ίδια μέρη.

Κοντά στο τέλος της διαδρομής η σκύλα μου η Ζωζώ με έχασε και νομίζοντας ότι ήμουν μπροστά έφτασε τρέχοντας μέχρι το Μενίδι όπου βρέθηκε δυο ώρες αργότερα.
Κατά τα άλλα αν δεν χάσουμε το σκυλί μας είναι μια υπέροχη διαδρομή, δίπλα στο σπίτι μας.

Ευχαριστώ την Αλέκα που βρήκε την Ζωζώ και τον Νίκο Μακρή που βοήθησε.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ανάβαση στον Κλωκό. Αίγιο

Μεγάλωσα στην Πάτρα. Οι αναμνήσεις μου σαν παιδί από την ύπαιθρο της Αχαϊας είναι γεμάτες εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές και ήχους που τις έχει τυλίξει η ομίχλη των χρόνων που πέρασαν. Όταν πηγαίνω στα χωριά της τώρα προσπαθώ να ανακάλέσω αυτές τις εικόνες και να συγκρίνω του ήχους εκείνης της εποχής. Το πούλμαν του ΕΟΣ Αχαρνών έφτασε στην Φτέρη Αιγίου στις 11 το πρωί  μετά το σλάλομ μέσα από το μπάχαλο που λέγεται εθνική Κορίνθου Πατρών.
Βρέθηκα στην βρύση του χωριού και μου ξανάρθε η εικόνα που τότε στα χωριά που δεν υπήρχαν ψυγεία έβαζαν σε μια γούρνα δίπλα στην βρύση τα αναψυκτικά, τις μπύρες και τα καρπούζια να παγώσουν. Θυμάμαι τα χρώματα από τις πορτοκαλάδες και λεμονάδες Λούξ που έδιναν κάτι το εξωτικό και παραδείσιο στα παιδικά μου μάτια. Στα αυτιά μου αντηχούν, όπως γινόταν τότε στα πανηγύρια, που αντηχούσαν στις πλαγιές τα κλαρίνα και τα δημοτικά σουξε της εποχής σαν το "μουρμούρα μου μουρμούρα μου"
Το χιόνι βρισκόταν σε κατάσταση λιωσίματος και παντού υπήρχαν ρυάκια - που γέμιζαν ορμητικά ποτάμια.
Η παγωμένη ατμόσφαιρα έφτανε στα πνευμόνια σαν να είχε έξτρα οξυγόνο και μου οξύδωνε την ύπαρξη φτιάχνοντας την διάθεση.
Μόλις κατεβήκαμε από το πούλμαν αρχίσαμε τις προετοιμασίες, αποφασίσαμε τι θα φορέσουμε για την ανηφόρα, εγώ κλασικά με το κοντομάνικο, γιατί ήξερα οτι ακόμα και με αυτό θα ίδρωνα, έχυσα το εμφιαλωμένο νερό που πήρα από τον Ισθμό (ξέχασα να πάρω παγούρι) και γέμισα το μπουκάλι φρέσκο της βρύσης.
Μια κυρία από την ταβέρνα μας έκανε άνω κάτω πρωί πρωί. μας ανήγγειλε το μενού. Γίδα βραστή, κατσικάκι λαδορίγανη, τράγος ασπρογιάχνι. Δεν είναι να ακούς τέτοια πράματα 11 η ώρα το πρωί. Κινδυνεύεις να μή ξεκινήσεις την ανάβαση.
Τέλος πάντων κάναμε πέτρα την καρδιά και το στομάχι και ανηφορίσαμε την πλαγιά πάνω από το χωριό.
Μέσα στο χωριό και λίγο πιο πάνω, το χιόνι σε μεγάλες επιφάνειες είχε λιώσει και άφηνε κομάτια γής που από το πάτημα μας, γινόταν λάσπη.
Φτάσαμε σε ένα ξενοδοχείο που κάποτε ήταν και σανατόριο και είχε φιλοξενήσει, διάσημους κάποιας άλλης εποχής και τώρα βρισκόταν μισοερειπωμένο και σου έδινε την εντύπωση ενός ανελκυσθέντος Τιτανικού.
Απο κει είχε μια πολύ ωραία θέα στον κάμπο του Αιγίου και τον Κορινθιακό.
Το 2007 είχαν ξεσπάσει κι εδώ μεγάλες πυρκαγιές και τα απομεινάρια των δένδρων είχαν μεταμορφωθεί σε γκρίζα φαντάσματα. Αυτό το σκηνικό της καμμένης γης έχει γίνει κοινός τόπος τελευταία. Φαντάζομαι πως θα ήταν η περιοχή πριν τις φωτιές.
Η ανηφόρα είχε μεγάλη κλίση και καταναλώναμε τα μέτρα κάτω από τα πόδια μας με δυσκολία. Πρέπει όμως να έιμασταν όλοι γυμνασμένοι ή η λαμπερή ανοιξιάτικη μέρα μας έκανε ορεξάτους και μας τράβαγε όλο και πιο ψηλά προς τον ήλιο.
Το χιόνι πιο ψηλά ήταν αγνό, απάτητο, οι πορφυροί καρποί από τις αγριοτριανταφυλλιές ξεχώριζαν λαμποκοπώντας στο απόλυτο λευκό.
Φτάσαμε σε ένα αυχένα του βουνού που το χιόνι ήταν πολύ, περπατούσαμε με δυσκολία γιατί βουλιάζαμε. Η κορυφή φαινόταν κοντά, έτσι βάλαμε τα δυνατά μας.
Κάτι που παθαίνουμε συχνά στα βουνά είναι ότι φαίνεται το τέρμα της πλαγιάς που ανεβαίνεις να είναι η κορυφή, μα όταν βρεθείς εκεί βλέπεις ότι υπάρχει άλλο ένα βουνό που αυτό έχει την κορυφή και πρέπει να το ανέβεις.
Βέβαια τώρα το έχουμε συνηθίσει και αυτό, οπότε μουρμουρίζουμε διάφορα, το ρίχνουμε στην πλάκα και συνεχίζουμε.
Η τελευταία πλαγιά μας πήρε μια ώρα ακόμα και βρεθήκαμε στην κορυφή του Κλωκού.
Εκεί βρήκαμε την εκκλησία της Παναγίας που από ένα σπασμένο παράθυρο μπήκε το χιόνι μέσα και την γέμμισε.
Αρχίσαμε τα κλασικά: Φωτογραφίες μια έτσι, μια αλιώς, μια όλοι μαζί και ανοίξαμε το κολατσιό μας. Αγναντέψαμε τα γυρω βουνά δίπλα το Παναχαϊκό και ο Χελμός (ο Κλωκός είναι ανάμεσά τους) στο βάθος έβλεπες τον Ερύμανθο και Ανατολικά λίγο η Ζήρεια. Της Ρούμελης τα βουνά φαίνονταν σε παράταξη: Παρνασός, Γκιώνα, Βαρδούσια, τα βουνα της Φωκίδας. Αχνά λόγω ομίχλης φαινόταν και το χωριό μου Φιλοθέη Δωρίδας, αλά και τα παραθαλάσσια Μοναστηράκι, το νησάκι Τριζόνια και όλη η παραλία μέχρι την Ιτέα.
Στους πρόποδες χαμηλά περνά το ποτάμι ο Σελινούντας, τα παιδικά μου χρόνια έπινα νερό σε μια από τις πηγές του το Κεφαλόβρυσο στο Λεόντιο, στην δυτική πλευρά του Παναχαϊκού.
Κάποιος μας είπε οτι η κοίτη του είναι ένα καταπληκτικό φαράγγι που αξίζει να το περπατήσεις. Ήδη το έβαλα στο πρόγραμμα μου.
Ξαφνικά εκεί που ο καιρός ήταν χαρά θεού μια ομίχλη μας τύλιξε, μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν και μας έτρεψαν σε άτακτη υποχώρηση.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής βιαστικά. Βέβαια ήταν άκυρος ο συναγερμός γιατί το ίδιο ξαφνικά τα σύνεφα έφυγαν και κατεβήκαμε κουτρουβαλώντας τις χιονισμένες πλαγιές μέσα σε 2 ώρες.
Πηγαμε στην ταβέρνα που είχαμε το ραντεβού με τους τράγους, τα κατσικάκια λαδορίγανη, το πολύ καλό κρασί και ήρθαμε στα ίσια μας.
Επί του όρους!


Facebook like

CURRENT MOON