Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Παρνασσός. Μονή Ιερουσαλήμ, Ακρινό νερό, Ζεμενό

Καλή η Πάρνηθα, αλλά το πολύ το κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός.
 Όλοι στην παρέα αποζητήσαμε μια εξόρμηση, λίγο πιο πέρα. Να ξεκολλήσουμε λίγο από την Πάρνηθα.
Το πρόγραμμα του ΕΟΣ Αχαρνών μας γαργάλησε την όρεξη.
Παρνασσός. Ένα πανέμορφο βουνό, άγριο μεγαλοπρεπές, προσωπικά τον θεωρώ όπως τον Όλυμπο και τον Ταΰγετο σαν κάτι που ξεφεύγει από την έννοια ενός καρούμπαλου πάνω στην επιφάνεια της Γης και αποκτά ιερή, θεϊκή υπόσταση.
Άλλωστε για τους Αρχαίους Έλληνες οι Δελφοί που είναι φωλιασμένοι στην νότια πλευρά του ήταν ο ομφαλός τη Γης.
Κυριακή πρωί λοιπόν έξω από το Δημαρχείο των Αχαρνών βρέθηκε η ομάδα μας να περιμένει το πούλμαν που έρχεται μισογεμάτο από την Ομόνοια με τους άλλους ορειβάτες. Η μέρα προμηνυόταν υπέροχη και οι ενημερωμένοι από τα δελτία της μετεωρολογίας ήταν αισιόδοξοι.
Ήρθε το πούλμαν και φύγαμε με κατεύθυνση την Δαύλεια Βοιωτίας.
Λίγο πριν την Δαύλεια κάναμε αριστερά με κατεύθυνση τον μεγαλειώδη όγκο του Παρνασσού. Κάπου στους πρόποδες του φαινόταν από μακριά μια όαση με μια μεγαλύτερη ποικιλία δένδρων, όχι βέβαια ότι γύρω ήταν έρημος, αλλά ήταν εντυπωσιακό το "πνίξιμο" στο πράσινο αυτού του κομματιού.
Κάποια κτίρια φάνηκαν ανάμεσα τους και καταλάβαμε ότι αυτό ήταν το Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ιερουσαλήμ. Μεγάλο και ιστορικό μοναστήρι. Δεν είχαμε πολύ χρόνο, έκανα μια πολύ γρήγορη περιήγηση στο χώρο του, ήταν εντυπωσιακά περιποιημένο και νοικοκυρεμένο.
Ένας χαδιάρης σκύλος με καλωσόρισε του μίλησα και με ακολούθησε, δηλαδή ακολούθησε όλους μας γιατί όσο και αν σας φανεί παράξενο μας συνόδεψε σε όλη την πορεία μας. Φαινόταν ότι ειχε ξανακάνει την διαδρομή γιατί ήξερε απο που θα πάμε.
> Ετοιμαστήκαμε στο πάρκινγκ του μοναστηριού βάλαμε-βγάλαμε ρούχα, φορτωθήκαμε το βιος μας και πήραμε το μονοπάτι που ανηφόριζε μέσα στο πυκνό ελατοδάσος.
Η ανηφόρα ήταν μονότονα ατελείωτη για μια ανάβαση μεγάλης κλίσης και για 800 μέτρα υψομετρικής διαφοράς. Από τα 1500 μέτρα υψόμετρο η κλίση μετριάστηκε, μπήκαμε στην αλπική ζώνη και το μονοπάτι ανέβαινε με ζιγκ ζαγκ. Το οροπέδιο ήταν καλυμμένο με κοντό πράσινο χορτάρι σαν χαλί, απόλαυση για πόδι και το μάτι. Ο αέρας ξηρός, δεν φυσούσε, έκανε κάποιες μικρές ριπές που για το άναμμα της ανάβασης ήταν δροσιστικές. Εκεί πάνω όλα αποκτούν μια διαύγεια το νοιώθεις ακόμα και μέσα στο μυαλό σου, η ζωή σου χαμογελά, ανεξάρτητα από τι μιζέρια είμαστε λεκιασμένοι από την διαβίωση μας στην πόλη.
Το επίπεδο οροπέδιο μας έφερε προς την νότια πλευρά του βουνού, όπου υπάρχουν δυο πηγές. Εδώ είναι το Ακρινό νερό. Το μέρος που κάναμε το μεγάλο διάλειμμα.
Αλλοι ξάπλωσαν στο χορτάρι, άλλοι πιάσαμε μια κοτρώνα, βγάλαμε τα φαγώσιμα, αρχίσαμε να μασουλάμε, βγήκε και το μπουκάλι με το κρασί. Ο Δημήτρης Βετσόπουλος μου προτεινε ενα ποτηράκι, δεν είχα όρεξη για κρασί εκείνη την ώρα, με ρώτησε αν είμαι σίγουρος, αλλά μου ήρθε η φλασιά ότι επρόκειτο για το δικό του υπέροχο κρασί από σταφύλια Cabernet και Μεσογείων, οπότε δεν ήθελα παρακάλια, έτσουξα κανα δυο ποτηράκια.
Ήπια και ένα μπουκαλάκι νερό από την πηγή το γέμισα πάλι για το δρόμο και κάθισα με την πλάτη σε ένα βράχο και τα πόδια τεντωμένα πάνω στο χορτάρι με κατεύθυνση το λιβαδάκι που απλωνόταν μπροστά μου. Το οροπέδιο είναι μια κοιλάδα που έχει προς την ανατολική πλευρά την κορυφή Κούβελος και από την άλλη την οροσειρά Μαύρα λιθάρια. Δεν ξέρω γιατί τα λένε μαύρα, εγώ άσπρα τα είδα. Αποτελούνται από μια μάζα ασβεστόλιθου με μεγάλες σάρες στα χαμηλότερα.
Δεν υπήρχε προθυμία να σηκωθούμε για αρκετή ώρα. "Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα".
Δεν ήταν να μας πιάσει όμως και η νύχτα εκεί πάνω, οπότε ο πολύ οργανωτικός αρχηγός μας, ο Παναγιώτης   Μουστάκης  έκανε προσκλητήριο για την συνέχιση της πορείας. Με πιο ελαφριά τα πόδια τώρα συνεχίσαμε μέχρι την νότια άκρη του οροπεδίου, όπου αντικρίσαμε τον Κορινθιακό και τα βουνά της Πελοποννήσου.
Από κει με την πλάτη μας προς την κορυφή Μπαϊντανόραχη αρχισαμε να κατηφορίζουμε προς τον δρόμο Λειβαδιάς - Αράχωβας βλεποντας χαμηλά και δεξιά μας ένα μέρος της Αράχωβας.
Η κατηφόρα ήταν απότομη μας καταπόνησε αρκετά τα πόδια μας. Υπάρχει μια παροιμία που λέει: Ο ανήφορος θέλει ψυχή και ο κατήφορος ποδάρια".
Χαμηλότερα άρχιζε το δάσος με τα έλατα, ρουφούσαμε λαίμαργα την χαρακτηριστική  οσμή του ελατοδάσους, άρχισε τόμως το βασανιστήριο της ανφοράς σε φαγητά σε τσικνες και λοιπά, οπότε είχαμε ένα κίνητρο να επιταχύνουμε το βήμα μας.
Ισα που προλάβαμε όμως, ή ταβέρνα ό Άγγελος στο Ζεμενό έκλεινε, τους ξανανοίξαμε όμως εμείς και απόλαυσα το κοκκινιστό μου μοσχάρι με μακαρονάδα. Δοκίμασα όμως και καταπληκτικούς λαχανοντολμάδες.
Το κρασάκι συμπλήρωσε την αίσθηση, του ότι όλο το σύμπαν συνωμοτεί να νοιώθουμε καλά.

Ένας υπνάκος μέσα στο πούλμαν έκλεψε μερικά χιλιόμετρα από την διαδρομή, έτσι φτάσαμε στο Μενίδι μέχρι να πεις Παρνασσός.

Η διαδρομή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Facebook like

CURRENT MOON